- παλινδρομώ
- (ΑΜ παλινδρομῶ, -έω) [παλίνδρομος]νεοελλ.1. τρέχω ή κινούμαι προς τα εμπρός και προς τα πίσω, κινούμαι εναλλάξ προς μία και προς την αντίθετη φορά2. αλλάζω γνώμη ή στάση, είμαι άστατοςμσν.(για ακόντιο που ρίχνεται κατά τής ασπίδας) τινάζομαι πίσωμσν.-αρχ.μτφ. πέφτω πάλι πάνω σε κάποιον, επαναπίπτω («παλινδρομήσαντα πρὸς τὰς Καρχηδονίων ἐλπίδας», Πολ.)αρχ.1. επανέρχομαι, επιστρέφω («παλινδρομεῑν ἐς ταὐτά», Αρετ.)2. επαναφέρω («τῶν δὲ πλοίων... τὰ μέν... διεφθάρη, τὰ δ' ἐπαλινδρόμησεν εἰς τὴν Γάζαν», Διόδ.)3. (για απόστημα) υποχωρώ χωρίς να ωριμάσω, κατακάθομαι4. υποτροπιάζω5. φρ. α) «παλινδρομῶν σφυγμός» — περιοδικός σφυγμόςβ) «βλασφημία παλινδρομοῡσα» — ύβρη που επανέρχεται σε αυτόν που την εκστομίζει.
Dictionary of Greek. 2013.